λοίδορον

λοίδορον
λοίδορος
railing
masc/fem acc sg
λοίδορος
railing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λοίδορος — ο (Α λοίδορος, ον) υβριστικός, ονειδιστικός, χλευαστικός («ὁ κῶμος λοίδορόν τ ἔριν φιλεῑ», Ευρ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ λοίδορος ο υβριστής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λοίδορον η λοιδορία. επίρρ... λοιδόρως (Α) με υβριστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • CANIS — I. CANIS Arabiae Felicis fluv. Ptol. II. CANIS Ordo equestris a Buchardo IV. ex Montmorantia famil. primo Galliae Barone, institutus; qui pace cum Philippo I. vel Ludov. fil. eius potius, a quo arce quâdam exutus erat, quod Adrianum Abbatem S.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυδώνιος — κυδώνιος, ία, ον (Α) 1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ. 2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...» 3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» ο καρπός τής κυδωνιάς, το κυδώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”